Επιλογή Σελίδας

ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Κύπρος, διαμόρφωσε την πολυπολιτισμική της ταυτότητα, με το πέρασμα των αιώνων μέσα από δύσκολες ιστορικές συγκυρίες και συνεχείς κατακτήσεις. Κράτησε ανόθευτες τις παραδόσεις της και παράλληλα αφομοίωσε στοιχεία των κατακτητών που την υπέταξαν. Στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και σε συνδυασμό με τα σημαντικά αποθέματά της σε χαλκό και ξυλεία την κατέστησαν διαχρονικά εξαιρετικά περιζήτητη εδαφική κτήση.

Το όνομα Κύπρος φέρεται να επικράτησε από τους Έλληνες από την εποχή του Ομήρου, από τους οποίους και μεταδόθηκε στη συνέχεια σε όλους τους παρακείμενους λαούς, πλην όμως δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε και το μοναδικό όνομα της νήσου. Στα αιγυπτιακά μνημεία του Τούθμωση Γ΄ (1500 π.Χ.) η Κύπρος φέρεται με το όνομα Asebi ή Jsj. Στο ψήφισμα της Κανώπου (238 π.Χ.) αναφέρεται με το όνομα Sbjn, ενώ στους πήλινους πίνακες του Τελ ελ Αμάρνα εμφανίζεται με το όνομα Alasia. Όμως το ελληνικό όνομα Κύπρος απαντάται τόσο στην Ιλιάδα όσο και την Οδύσσεια. Επίσης το όνομα Κύπρις φέρεται ως επίθετο της θεάς Αφροδίτης. H αρχαιότερη επιγραφή που φέρει το όνομα Κύπρος ανάγεται στο 459 π.Χ.. Επίσης πολλά αρχαία προσωπικά ονόματα φέρονται συνδεδεμένα με το όνομα Κύπρος, όπως Αριστόκυπρος, Αριστοκύπρα, Θεμιστοκύπρα, Κυπραγόρας, Κυπρόθεμις, Κυπροκράνης, Ονασίκυπρος, Πασίκυπρος, Στασίκυπρος, Τιμόκυπρος, Φιλόκυπρος κ.ά.

ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΣΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

  • 1. Νεολιθική Περίοδος (8200-3900 π.Χ)
  • 2. Χαλκολιθική Εποχή (3900-2500 π.Χ)
  • 3. Εποχή του Χαλκού (2500-1050 π.Χ)
  • 4. Γεωμετρική Περίοδος (1050-750π.Χ)
  • 5. Αρχαϊκή & Κλασική Περίοδος (750-310 π.Χ)
  • 6. Ελληνιστική Περίοδος (310-30 π.Χ)
  • 7. Ρωμαϊκή Περίοδος (30 π.Χ. – 330 μ.Χ)
  • 8. Βυζαντινή Περίοδος (330-1191 μ.Χ)
  • 9. Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος & οι Ναΐτες Ιππότες (1191-1192)
  • 10. Περίοδος Φραγκοκρατίας (των Λουζινιάν) (1192-1489)
  • 11. Περίοδος Ενετοκρατίας (1489-1571)
  • 12. Οθωμανική Περίοδος(1571-1878)
  • 13. Βρετανική Αποικιοκρατία (1878-1960)
  • 14. Κυπριακή Δημοκρατία (1960-σήμερα)

Η προϊστορία της Κύπρου αρχίζει με την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στο νησί κατά τη 10η χιλιετία π.Χ., και τελειώνει με το πέρασμα από τη 2η στην 1η χιλιετία π.Χ. και τις απαρχές των κοινωνικοπολιτικών διεργασιών που θα καταλήξουν στην ίδρυση των κυπριακών βασιλείων της ιστορικής περιόδου. Η νεολιθική εποχή θεωρείται μια από τις πολύ σημαντικές περιόδους του νησιού, εφόσον ο προϊστορικός άνθρωπος προβαίνει σε μια σειρά από αλλαγές καθοριστικές για τη βελτίωση της ζωής του. Οι αρχαιότεροι οικισμοί που βρέθηκαν στην Κύπρο είναι στη Χοιροκοιτία, στους Τρούλλους, στην Ερήμη και στην Καλαβασό. Σε αυτή την εποχή από το 7000-5000 π.χ. έχουμε μόνο λίθινα αντικείμενα ενώ από το 5000-3900 π.Χ έχουμε και πήλινα αντικείμενα.

Στην ελληνιστική περίοδο άνθισαν οι τέχνες και έχουμε ποικιλία από μαρτυρίες σε αμφορείς, γλυπτά, επιγραφές κ.ά. Άνθισε, επίσης η ελληνική θρησκεία με τους 12 θεούς του Ολύμπου με ιερά σε όλο το νησί με μεγαλύτερα αυτά της Θεάς Αφροδίτης στην Πάφο (Κούκλια) και στην Αμαθούντα αλλά και του Απόλλωνα στο Κούριο. Σ’ αυτή την εποχή ο φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς, ίδρυσε την περίφημη σχολή των Στωικών στην Αθήνα. Ακολουθεί η ρωμαϊκή περίοδος η οποία διήρκεσε από το 58 π.Χ.-330 μ.Χ. Οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας επισκέφθηκαν την Πάφο όπου κατόρθωσαν να εκχριστιανίσουν το Ρωμαίο Ανθύπατο, Σέργιο Παύλο και έτσι η Κύπρος έγινε το πρώτο νησί που απόκτησε Χριστιανό ηγέτη. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, με το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Κύπρος έγινε επαρχία του ανατολικού μέρους δηλαδή του Βυζαντίου, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Ακολουθούν η Φραγκοκρατία, η Ενετοκρατία, η Τουρκοκρατία και η Αγγλοκρατία με τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959 και την κήρυξη της ανεξαρτησίας το1960. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εγκατέλειψε το νησί παραχωρώντας το στους Άγγλους το 1878.»

Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η ευρωπαϊκή κουλτούρα και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι διάχυτα μέσα στις διαφορετικές εκφάνσεις της κυπριακής τέχνης. Οι βαθιά ριζωμένοι δεσμοί της Κύπρου με την Ευρώπη, λόγω της παρουσίας ευρωπαϊκών λαών στο νησί (Ενετών, Φράγκων, Νορμανδών, Βρετανών), και η έντονη επιρροή της ευρωπαϊκής κουλτούρας αποτυπώθηκαν στην τέχνη και γενικότερα στην πολιτισμική εξέλιξη της Κύπρου. «Οι πηγαίες μορφοπλαστικές ικανότητες των Κυπρίων είναι γνωστές από την αρχαιότητα. Από τη νεολιθική εποχή αναπτύχθηκε στο νησί ένας αξιόλογος πολιτισμός, που μας άφησε θαυμάσια δείγματα σε όλους τους τομείς της τέχνης, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική, γλυπτική, αγγειοπλαστική και αγγειογραφία, μεταλλουργία και ψηφιδωτό. Ο πολιτισμός αυτός αναπτύχθηκε παράλληλα με εκείνον των άλλων ελληνικών περιοχών, με τις δικές του όμως ιδιοτυπίες, αποτέλεσμα μιας συνεχούς επικοινωνίας με την τέχνη γειτονικών λαών. Σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών η αρχαία Κύπρος, έδωσε μια τέχνη που προέρχεται από μια ελεύθερη και δημιουργική σύνθεση στοιχείων του ανατολικού και δυτικού πολιτισμού. Όπως αναφέρει ο ιστορικός τέχνης και ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, στην κυπριακή τέχνη συμβιώνει ο υπερβατισμός, ο ατεκτονικός χαρακτήρας, η διακοσμητική θέληση και η εξωτερική πολλαπλότητα της τέχνης των ανατολικών πολιτισμών, με τον ορθολογισμό, την οργανική πληρότητα, τη λογική ασφάλεια, την αυστηρή μορφοπλαστική διάθεση, την κεντρική ενότητα και την εξωτερική λιτότητα του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Οι πρώτοι Αχαιοί εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο κατά τον 14ο αιώνα σε κυπριακά λιμάνια, κυρίως στα νότια και ανατολικά, εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες ειρήνης που επικρατούσαν στην περιοχή. Οι κάτοικοι του νησιού συμβίωναν και αφομοιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους Αχαιούς. Εξαιρετικής σημασίας αρχαίες πόλεις που αποκαλύπτουν τις καταβολές της Κύπρου, ξεδιπλώνουν τις ιστορικές, πολιτισμικές και κοινωνικές εξελίξεις και την ταυτότητά της και αποτελούν ακόμη και σήμερα κόσμημα για τον τόπο, είναι η Σαλαμίνα, η Αμαθούντα, το Κούριο και σχεδόν ολόκληρη η Πάφος με τα ψηφιδωτά, τις ρωμαϊκές επαύλεις αλλά και τους Τάφους των Βασιλέων. Τα μνημεία των πόλεων αυτών, θέατρα, γυμνάσια, λιμάνια, αγορές κ.α., προβάλλουν ποικιλοτρόπως την πολιτιστική ανάπτυξη του νησιού από την αρχαιότητα και τις πρώιμες επαφές της με τους γειτονικούς λαούς, οι οποίες συνέβαλαν στην δημιουργία ενός εξαίσιου πολυπολιτισμικού τοπίου με φόντο τη θάλασσα, όπου μια πλειάδα κινηματογραφικών σεναρίων μπορεί να αναπτυχθεί και να γυριστεί. Οι Φοίνικες εμφανίζονται στις ιστορικές εξελίξεις της Κύπρου τον 9ο αιώνα π.Χ. Έφθασαν στο Κίτιο και άρχισαν να εποικίζουν την Κύπρο. Κατέλαβαν την πολιτική εξουσία στη παραλιακή αυτή πόλη και μετά επεξέτειναν την επιρροή τους σε ένα μεγάλο μέρος του νησιού. Το πολιτικό αυτό γεγονός ήταν πολύ σημαντικό και επηρέασε πολύ τις τέχνες και τον πολιτισμό της Κύπρου, όπου εμφανίζεται μια ανατολίζουσα τεχνοτροπία.

Η Κύπρος, από το 1974 μέχρι και σήμερα, ταλανίζεται με τη λύση του πολιτικού της προβλήματος, την τουρκική εισβολή και κατοχή. Οι απώλειες ήταν μεγάλες, η οικονομία στην ουσία καταστράφηκε, χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν ή αγνοούνται, ενώ άλλοι ζουν στην προσφυγιά από τότε. Η Τουρκία στοχευμένα προώθησε δημογραφικές αλλαγές στις κατεχόμενες περιοχές μεταφέροντας εποίκους από την Ανατολία. Αυτή η αλλαγή έχει επηρεάσει αρνητικά και τις συνθήκες διαβίωσης των Τουρκοκυπρίων πολλοί εκ των οποίων αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Νέα σελίδα στην κυπριακή ιστορία γράφεται με την ένταξή της στην οικογένεια της Ευρώπης, το 2004.

Με τον εκχριστιανισμό του νησιού, που αρχίζει πολύ νωρίς από τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα, βλέπουμε την καλλιτεχνική δημιουργικότητα του Κυπρίου να διοχετεύεται θαυμάσια στη θρησκευτική βυζαντινή τέχνη, η οποία γνωρίζει ιδιαίτερα ακμή στο νησί και εκφράζεται μέσα από την αρχιτεκτονική, τις τοιχογραφίες, τις φορητές εικόνες και τα ψηφιδωτά. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Κύπρος δεν θα επηρεαστεί από το κίνημα των εικονοκλαστών, με αποτέλεσμα να σώζονται στο νησί αξιόλογα δείγματα πρώιμης βυζαντινής τέχνης.

Η υπάρχουσα βιβλιογραφία και οι γνωστές μέχρι σήμερα πηγές δεν μας βοηθούν πολύ στη μελέτη της τέχνης κατά την φραγκική (1192-1489) και την ενετική περίοδο (1489-1571). Επίσης, ενώ έχουν διασωθεί κάποια δείγματα αρχιτεκτονικής και θρησκευτικής εικονογραφίας, δεν φαίνεται να υπάρχουν – ή δεν είναι γνωστές – μαρτυρίες για το είδος της κοσμικής ζωγραφικής και γλυπτικής που αναπτύχθηκε στο νησί. Επειδή είναι γνωστό ότι η μεσαιωνική Κύπρος γνώρισε περιόδους ευημερίας, οι δε ξένοι και εντόπιοι ευγενείς είχαν σχέσεις με σημαντικά κέντρα στη Γαλλία και στην Ιταλία, είναι λογικό να υποτεθεί ότι στο νησί θα είχαν φιλοτεχνηθεί (από ξένους και Κυπρίους) αρκετά ζωγραφικά και γλυπτά έργα, τα οποία κοσμούσαν παλάτια, δημόσια κτίρια και σπίτια πλουσίων. Δυστυχώς, όμως, καταστράφηκαν ή κλάπηκαν κατά τις πολλές εισβολές και λεηλασίες που γνώρισε το νησί. Όσον αφορά την αρχιτεκτονική, αυτή επηρεάστηκε από το γοτθικό ρυθμό, από τον οποίο υιοθέτησε κάποιους τύπους. Επίσης, έχουμε και κτίσματα αμιγούς γοτθικού ρυθμού.

Με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1571, ο νέος κατακτητής δεν ενδιαφέρθηκε για το μορφωτικό επίπεδο των Κυπρίων ούτε άφησε στο νησί, κατά τους τρεις αιώνες που κυριάρχησε, οποιοδήποτε έργο καλλιτεχνικής ή πνευματικής δημιουργίας. Αντίθετα, άφησε να καταστραφούν, λόγω έλλειψης φροντίδας, πολλά παλαιότερα αξιόλογα μνημεία. Επίσης, η απαγόρευση από τη μουσουλμανική θρησκεία της απεικόνισης μορφών δεν επέτρεψε την αναβίωση της ανθρωποκεντρικής ζωγραφικής παράδοσης της ελληνικής αρχαιότητας, κατά το παράδειγμα της Δύσης, και αποτέλεσε επιπρόσθετο ανασταλτικό παράγοντα στην εξάπλωση και στο νησί των ιδεωδών της αναγεννησιακής τέχνης.

Οι ιστορικές αυτές συνθήκες και η απομόνωση του νησιού περιόρισαν, όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, την εικαστική έκφραση στη συνέχιση της βυζαντινής τέχνης και στη λαϊκή δημιουργία που εξέφρασε κάποιες ομαδικές αισθητικές αξίες, αφήνοντάς μας υπέροχα δείγματα ξυλογλυπτικής, υφαντικής, κεντητικής και αγγειοπλαστικής. Και τα δύο όμως αυτά είδη τέχνης είναι από τη φύση τους συντηρητικά και περιορίζονται συνήθως στην αναπαραγωγή παραδοσιακών θεμάτων και τύπων.

Το 1878 η Κύπρος παραχωρείται από την οθωμανική αυτοκρατορία στη Μεγάλη Βρετανία. Στο αγγλικό αποικιοκρατικό καθεστώς ο κυπριακός λαός επένδυσε αρκετές ελπίδες για την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης του στην ανύψωση του μορφωτικού του επιπέδου. Είναι γεγονός ότι μια βελτίωση παρατηρείται σε όλους τους τομείς. Η πρώτη πολιτιστική αφύπνιση εντοπίζεται πριν και ιδιαίτερα αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει όμως τις ρίζες της στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Αμέσως μετά την άφιξη των Άγγλων αρχίζουν να κυκλοφορούν οι πρώτες εφημερίδες. Λίγο αργότερα έχουμε και τις πρώτες εκδόσεις λογοτεχνικών βιβλίων και περιοδικών.

Κομβικής σημασίας για την εξέλιξη της τηλεόρασης και του κινηματογράφου ήταν η εμφάνιση της Κυπριακής Τηλεόρασης το 1957. Αφότου μετονομάστηκε σε Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, η κυπριακή τηλεόραση άρχισε να εξελίσσεται ραγδαία. Τα προγράμματα αυξήθηκαν, οι υπηρεσίες στελεχώθηκαν και ανανεώθηκαν οι πομποί και σταθμοί αναμετάδοσης. Πολλαπλασιάστηκαν και αυξήθηκαν οι ώρες εκπομπής, ενώ από τον Δεκέμβριο του 1982, η τηλεοπτική εικόνα από μαυρόασπρη έγινε έγχρωμη. Με πρόδρομο το ΡΙΚ, εμφανίστηκαν νέοι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί οι οποίοι προώθησαν και αυτοί την καλλιτεχνική δημιουργία και τον υγιή ανταγωνισμό. Η μεγαλύτερη κινηματογραφική παραγωγή στην Κύπρο αρχίζει να σημειώνεται τη δεκαετία του ’90. Από τότε ο κινηματογράφος αρχίζει να αναπτύσσεται ιδιαίτερα και να διεκδικεί τη δική του θέση στον κινηματογραφικό χάρτη.

Μια νέα γενιά ποιητών, συγγραφέων, δημοσιογράφων, νομικών, γιατρών εκπαιδευτικών αρχίζει να βάζει τα θεμέλια της πνευματικής ζωής του τόπου. Μερικοί από τους σκαπανείς αυτούς ήταν Κύπριοι που πέρασαν αρκετά χρόνια στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Αίγυπτο, και που η αλλαγή της διακυβέρνησης στο νησί τους έφερε πίσω στο τόπο τους. Άλλοι ήταν Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Μικράς Ασίας και άλλων κέντρων του Ελληνισμού, που για διάφορους λόγους ήλθαν στην Κύπρο. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν και αρκετοί εκπαιδευτικοί, που έρχονταν για να διδάξουν στα νεοϊδρυθέντα Γυμνάσια της Κύπρου. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι Κύπριοι αρχίζουν να κάνουν σπουδές στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Με την επιστροφή των καλλιτεχνών στην Κύπρο και την αναπόφευκτη επιρροή των ξένων τάσεων στην καλλιτεχνική τους δημιουργία, η νέα γενιά καλλιτεχνών ξεκινά την αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας μέσα σε ένα κοινωνικό συγκείμενο που αρχίζει να αλλάζει.